Παρατηρείται δηλαδή, ότι δύσκολα μπορούν να αποφασίσουν, αν το παιδί θα πρέπει να μένει σπίτι με φροντίδα από εκείνους ή κάποια νταντά ή αν θα πρέπει να πάει στον παιδικό σταθμό.
Η σύνθεση της οικογένειας που αποτελείται από γονείς και παιδί ή παιδιά, μόνους σε κάποια περιοχή χωρίς φίλους και συγγενείς κοντά τους, είναι αρκετά αποπνικτική για τα παιδιά, πόσο μάλλον αν υποθέσουμε, ότι η παιδική χαρά ή τα πάρκα δεν λειτουργούν παρά μόνο υπό όρους και εφόσον υπάρχουν.
Αν πούμε ότι ο παιδικός σταθμός όπως και το νηπιαγωγείο και αργότερα το σχολείο είναι μέσο κοινωνικοποίησης για το παιδί, τα πράγματα θα γίνουν πιο εύκολα.
Τα παιδιά που πηγαίνουν σε παιδικούς σταθμούς φαίνεται να είναι πιο αυτάρκη και ανεξάρτητα, εκφράζονται καλύτερα λεκτικά, έχουν περισσότερες γνώσεις και μαθαίνουν να νιώθουν πιο άνετα σε νέες καταστάσεις, που μπορεί να προκύψουν.
Αυτό είναι προφανές, γιατί στο σπίτι οι επιθυμίες και οι ανάγκες των μικρών παιδιών προλαβαίνονται, η κοινωνική αδεξιότητα και οι δυσκολίες στην επικοινωνία τείνουν να καλύπτονται.
Σε αντίθεση με αυτό, τα παιδιά που φοιτούν στον παιδικό σταθμό, πρέπει να έχουν καλύτερη σχέση με ενήλικες, να προσαρμόζονται σε ένα καινό πρόγραμμα και να συναλλάσσονται ικανοποιητικά με άλλα παιδιά.
Μέσα από ειδικά προγράμματα έχουν την δυνατότητα, να γνωρίσουν τις αδυναμίες αλλά και τη δύναμή τους. Οι φιλίες που αναπτύσσονται έχουν θετική επίδραση στις γνωστικές ικανότητες αλλά και στην κοινωνική συμπεριφορά του παιδιού. Τέλος, τα παιδάκια στα πλαίσια των ομάδων, μαθαίνουν να συνεργάζονται ομαλά και όχι ανταγωνιστικά.
Κάθε άνθρωπος θέλει να αισθάνεται μέλος μιας κοινότητας ή μιας ομάδας όπως και οι γονείς έτσι και τα παιδιά. Ας τους δώσουμε λοιπόν αυτή την ευκαιρία!